θρόμβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρόμβος οι θρόμβοι
      γενική του θρόμβου των θρόμβων
    αιτιατική τον θρόμβο τους θρόμβους
     κλητική θρόμβε θρόμβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρόμβος < αρχαία ελληνική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθɾoɱ.vos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρόμβος αρσενικό

  1. σταγόνα αίματος που έχει πήξει
  2. (ιατρική) συγκεντρωμένο πηγμένο αίμα που σχηματίζει όγκο στο εσωτερικό ενός αγγείου ή της καρδιάς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]