θρόμβωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θρόμβωση | οι | θρομβώσεις |
γενική | της | θρόμβωσης* | των | θρομβώσεων |
αιτιατική | τη | θρόμβωση | τις | θρομβώσεις |
κλητική | θρόμβωση | θρομβώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θρομβώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρόμβωση < αρχαία ελληνική θρόμβος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θρόμβωση θηλυκό
- θρομβογένεση, η διαδικασία με την οποία επέρχεται πυκνότερη συνεκτικότητα υγρού με συνέπεια να δημιουργούνται θρόμβοι
- η ύπαρξη θρόμβων, η απόφραξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρόμβωση