θυμωτσιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θυμωτσιάρης | η | θυμωτσιάρα | το | θυμωτσιάρικο |
γενική | του | θυμωτσιάρη | της | θυμωτσιάρας | του | θυμωτσιάρικου |
αιτιατική | τον | θυμωτσιάρη | τη | θυμωτσιάρα | το | θυμωτσιάρικο |
κλητική | θυμωτσιάρη | θυμωτσιάρα | θυμωτσιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θυμωτσιάρηδες | οι | θυμωτσιάρες | τα | θυμωτσιάρικα |
γενική | των | θυμωτσιάρηδων | — | των | θυμωτσιάρικων | |
αιτιατική | τους | θυμωτσιάρηδες | τις | θυμωτσιάρες | τα | θυμωτσιάρικα |
κλητική | θυμωτσιάρηδες | θυμωτσιάρες | θυμωτσιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμωτσιάρης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
θυμωτσιάρης, -α, -ικο
- που θυμώνει εύκολα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυμωτσιάρης
|