θυρωρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θυρωρός οι θυρωροί
      γενική του/της θυρωρού των θυρωρών
    αιτιατική τον/τη θυρωρό τους/τις θυρωρούς
     κλητική θυρωρέ θυρωροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυρωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θυρωρός < θύρ(α) + -ωρός (ὤρα φροντίδα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θυρωρός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και θυρωρίνα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη θύρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυρωρός οἱ θυρωροί
      γενική τοῦ θυρωροῦ τῶν θυρωρῶν
      δοτική τῷ θυρωρ τοῖς θυρωροῖς
    αιτιατική τὸν θυρωρόν τοὺς θυρωρούς
     κλητική ! θυρωρέ θυρωροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυρωρώ
γεν-δοτ τοῖν  θυρωροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυρωρός < θύρ(α) + -ωρός (ὤρα φροντίδα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θυρωρός αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]