θωρακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωρακίζω < αρχαία ελληνική θωρακίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θo.ɾaˈci.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

θωρακίζω, πρτ.: θωράκιζα, στ.μέλλ.: θα θωρακίσω, αόρ.: θωράκισα, παθ.φωνή: θωρακίζομαι, μτχ.π.π.: θωρακισμένος

  1. επενδύω κάτι (πχ όχημα) με έναν θώρακα προστασίας από μεταλλικές πλάκες
  2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από έναν κίνδυνο εφοδιάζοντάς το με ένα σύνολο προληπτικών, αμυντικών και αποτρεπτικών μέτρων

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωρακίζω < θώραξ

Ρήμα[επεξεργασία]

θωρακίζω

  1. εξοπλίζω πολεμιστή ή άλογο με θώρακα
  2. καλύπτω με αμυντική επένδυση