ιατροδικαστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιατροδικαστική οι ιατροδικαστικές
      γενική της ιατροδικαστικής των ιατροδικαστικών
    αιτιατική την ιατροδικαστική τις ιατροδικαστικές
     κλητική ιατροδικαστική ιατροδικαστικές
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιατροδικαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ιατροδικαστικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιατροδικαστική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ιατροδικαστική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]