ιδιόχειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιόχειρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἰδιόχειρος. Αναλύεται σε ἰδιό- + χείρ + -ος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ðiˈo.çi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ό‐χει‐ρος
- τονικό παρώνυμο: ιδιοχείρως
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιόχειρος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιδιοχείρως (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις χέρι και ίδιος με τη σημασία: δικός μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιόχειρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιδιό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)