ιερομάρτυρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερομάρτυρας οι ιερομάρτυρες
      γενική του ιερομάρτυρα
ιερομάρτυρος*
των ιερομαρτύρων
    αιτιατική τον ιερομάρτυρα τους ιερομάρτυρες
     κλητική ιερομάρτυρα ιερομάρτυρες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερομάρτυς < ἱερός + μάρτυς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιερομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]