ιμάμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιμάμης οι ιμάμηδες
      γενική του ιμάμη των ιμάμηδων
    αιτιατική τον ιμάμη τους ιμάμηδες
     κλητική ιμάμη ιμάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιμάμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική imam + -ης < αραβική إمام imām

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιμάμης αρσενικό

  1. (ισλαμισμός, επάγγελμα) μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός, δάσκαλος του ιερού νόμου, που καλεί από τον μιναρέ τους πιστούς μουσουλμάνους για προσευχή
  2. τίτλος πολιτικού ή θρησκευτικού μουσουλμάνου ηγέτη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]