ινστιτούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ινστιτούτο τα ινστιτούτα
      γενική του ινστιτούτου των ινστιτούτων
    αιτιατική το ινστιτούτο τα ινστιτούτα
     κλητική ινστιτούτο ινστιτούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινστιτούτο < νεολατινική institutum[1] ή μεσαιωνική ελληνική ἰνστιτοῦτα[2] [3] < λατινική institutum < institutus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος instituo < in + statuo < status

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /in.stiˈtu.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιν‐στι‐τού‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ινστιτούτο ουδέτερο

  1. οργανισμός που με τις ενέργειές του προωθεί τα γράμματα, τις επιστήμες ή τον πολιτισμό καθώς και (κατ’ επέκταση) το κτήριο που στεγάζεται αυτός ο οργανισμός
  2. (κατ’ επέκταση, καταχρηστικά) τμήμα τίτλου ή ονομασίας διαφόρων εταιρειών ή επιχειρήσεων
    ινστιτούτο αισθητικής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. ινστιτούτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ινστιτούτοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ἰνστιτοῦτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)