ιξώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰξώδης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιξώδης η ιξώδης το ιξώδες
      γενική του ιξώδους της ιξώδους του ιξώδους
    αιτιατική τον ιξώδη την ιξώδη το ιξώδες
     κλητική ιξώδη(ς) ιξώδης ιξώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιξώδεις οι ιξώδεις τα ιξώδη
      γενική των ιξωδών των ιξωδών των ιξωδών
    αιτιατική τους ιξώδεις τις ιξώδεις τα ιξώδη
     κλητική ιξώδεις ιξώδεις ιξώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιξώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰξώδης [1] < ἰξ(ός) + -ώδης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈkso.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ξώ‐δης

Επίθετο[επεξεργασία]

ιξώδης, -ης, -ες

  1. (λόγιο) παχύρρευστος, κολλώδης, υλικό που εμφανίζει αντίσταση στη ροή του
  2. → δείτε και ουσιαστικοποιημένα  ιξώδης (αρσενικό), ιξώδες (ουδέτερο)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ιξός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιξώδης οι ιξώδες
      γενική του ιξώδη
ιξώδους
των ιξωδών
    αιτιατική τον ιξώδη τους ιξώδες
     κλητική ιξώδη ιξώδες
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ιξώδης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ιξώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)