ισοδυναμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοδυναμώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσοδυναμῶ (-έω) < ἰσοδύναμος (ισοδύναμος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.so.ði.naˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐δυ‐να‐μώ
- τονικό παρώνυμο: ισοδύναμο
Ρήμα[επεξεργασία]
ισοδυναμώ, πρτ.: ισοδυναμούσα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- είμαι ισοδύναμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ίσος και δύναμη
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ισοδυναμώ | ισοδυναμούσα | θα ισοδυναμώ | να ισοδυναμώ | ισοδυναμώντας | |
β' ενικ. | ισοδυναμείς | ισοδυναμούσες | θα ισοδυναμείς | να ισοδυναμείς | ||
γ' ενικ. | ισοδυναμεί | ισοδυναμούσε | θα ισοδυναμεί | να ισοδυναμεί | ||
α' πληθ. | ισοδυναμούμε | ισοδυναμούσαμε | θα ισοδυναμούμε | να ισοδυναμούμε | ||
β' πληθ. | ισοδυναμείτε | ισοδυναμούσατε | θα ισοδυναμείτε | να ισοδυναμείτε | ισοδυναμείτε | |
γ' πληθ. | ισοδυναμούν(ε) | ισοδυναμούσαν(ε) | θα ισοδυναμούν(ε) | να ισοδυναμούν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοδυναμώ
Πηγές[επεξεργασία]
- ισοδυναμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ισοδυναμώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ισο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)