ιστιοπλοΐα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστιοπλοΐα < ιστιο- + -πλοΐα (πλέω), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική navigation à voiles [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.sti.o.ploˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στι‐ο‐πλο‐ΐ‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστιοπλοΐα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, αθλητισμός) ναυτάθλημα, η τέχνη της διακυβέρνησης ενός ιστιοπλοϊκού για λόγους αναψυχής ή συμμετοχής σε αντίστοιχα αγωνίσματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ιστίο και πλέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ιστιοπλοΐα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιστιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλοΐα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)