ισχυρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχυρίζομαι < αρχαία ελληνική ἰσχυρίζομαι (αρχική σημασία: "ενισχύομαι"}

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.sçiˈɾi.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

ισχυρίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  • διατυπώνω μία άποψη (έναν ισχυρισμό) θεωρώντας την ή προβάλλοντάς την ως αληθινή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η χρήση του ρήματος στο γ' πρόσωπο υποδηλώνει συχνά την επιφύλαξη του ομιλητή για την αλήθεια των ισχυρισμών
ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι την ώρα του φόνου κοιμόταν, αλλά δεν μπορεί να το αποδείξει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]