ισχυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισχυρισμός < ισχυρίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισχυρισμός αρσενικό
- πρόταση με την οποία ισχυρίζομαι κάτι
- κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου
- Διαψεύδει τους ισχυρισμούς των περιβαλλοντικών οργανώσεων για σκάνδαλο με μεταλλαγμένο βαμβάκι το υπουργείο Γεωργίας.
- κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισχυρισμός