ισχύτητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχύτητα οι ισχύτητες
      γενική της ισχύτητας των ισχυτήτων
    αιτιατική την ισχύτητα τις ισχύτητες
     κλητική ισχύτητα ισχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχύτητα <
  1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική strength

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισχύτητα θηλυκό

  1. (Χημεία) όρος που περιγράφει τον ισχυρό ή ασθενή χαρακτήρα ενός οξέος ή μιας βάσεως. Χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν κατά τη μετάφραση αλχημιστικών κειμένων στα ελληνικά όπως επίσης και σε εγχειρίδια του Ιπποκράτη.
Η ισχύτητα των υδραλογόνων σχετίζεται άμεσα με την ατομική ακτίνα του εκάστοτε αλογόνου.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]