ιχθυοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχθυοπώλης < (ελληνιστική κοινή) ἰχθυοπώλης < αρχαία ελληνική ἰχθύς + -ο- + -πώλης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.χθi.oˈpo.lis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιχθυοπώλης αρσενικό (θηλυκό ιχθυοπώλισσα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιχθυοπωλείο
- → δείτε τις λέξεις ιχθύς και πουλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχθυοπώλης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πώλης (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)