κάθετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάθετος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάθετος< αρχαία ελληνική καθίημι < ἵημι [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.θe.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐θε‐τος
τονικό παρώνυμο: καθέτως

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κάθετος η κάθετη
κάθετος
το κάθετο
      γενική του κάθετου
καθέτου
της κάθετης
καθέτου
του κάθετου
καθέτου
    αιτιατική τον κάθετο την κάθετη
κάθετο
το κάθετο
     κλητική κάθετε κάθετη
κάθετε
κάθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κάθετοι οι κάθετες
κάθετοι
τα κάθετα
      γενική των κάθετων
καθέτων
των κάθετων
καθέτων
των κάθετων
καθέτων
    αιτιατική τους κάθετους
καθέτους
τις κάθετες
καθέτους
τα κάθετα
     κλητική κάθετοι κάθετες
κάθετοι
κάθετα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
Δείτε την κλίση του ουσιαστικού «κάθετος»
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κάθετος, -η/(λόγιο -ος), -ο [2]

  1. (γεωμετρία) χαρακτηρισμός ευθείας ή ευθύγραμμου τμήματος που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών με άλλη ευθεία ή ευθύγραμμο τμήμα
  2. (μεταφορικά) απόλυτος στους ισχυρισμούς του ή στις απαιτήσεις του, κατηγορηματικός

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάθετος οι κάθετοι
      γενική της καθέτου των καθέτων
    αιτιατική την κάθετο τις καθέτους
     κλητική κάθετε κάθετοι
Συγκρίνετε με την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κάθετος θηλυκό

  • ο κάθετος δρόμος, η κάθετη οδός
    Στην τρίτη κάθετο που θα συναντήσεις θα στρίψεις αριστερά.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ο πους της καθέτου αποτελεί αρχή διά την γεωμετρίαν: ειρωνική έκφραση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κάθετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κάθετος, -η (λόγ. -ος), -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κάθετος τὸ κάθετον
      γενική τοῦ/τῆς καθέτου τοῦ καθέτου
      δοτική τῷ/τῇ καθέτ τῷ καθέτ
    αιτιατική τὸν/τὴν κάθετον τὸ κάθετον
     κλητική ! κάθετε κάθετον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κάθετοι τὰ κάθετ
      γενική τῶν καθέτων τῶν καθέτων
      δοτική τοῖς/ταῖς καθέτοις τοῖς καθέτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καθέτους τὰ κάθετ
     κλητική ! κάθετοι κάθετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθέτω τὼ καθέτω
      γεν-δοτ τοῖν καθέτοιν τοῖν καθέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάθετος < καθίημι (ρίχνω κάτω) < κατά (κάθ-) + ἵημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

κάθετος, -ος, -ον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καθίημι

Πηγές[επεξεργασία]