κάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάνα < κανένα

Αντωνυμία[επεξεργασία]

κάνα

  1. κανένα
  2. (όταν ακολουθείται από το δύο ή το δυο) κανέναν ή καμία
    τον ακολούθησαν κάνα δυο γυναίκες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]