κάνναβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάννη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάνναβη οι καννάβεις
      γενική της κάνναβης* των καννάβεων
    αιτιατική την κάνναβη τις καννάβεις
     κλητική κάνναβη καννάβεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καννάβεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φυτό κάνναβης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάνναβη < αρχαία ελληνική κάνναβις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάνναβη θηλυκό (πληθυντικός καννάβεις όταν συγκρίνουμε είδη, δραστικότητα, ποιότητες ή προέλευση)

  1. (φυτό) το φυτό από το οποίο βγαίνει το χασίς
  2. (κατ’ επέκταση) το χασίς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]