κάψουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καψούλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάψουλα οι κάψουλες
      γενική της κάψουλας των καψουλών
    αιτιατική την κάψουλα τις κάψουλες
     κλητική κάψουλα κάψουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάψουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική capsula < λατινική capsula < capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂pyé- / *kh₂pi-. Δείτε και καψούλα, καψούλι.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.psu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐ψου‐λα
τονικό παρώνυμο: καψούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάψουλα θηλυκό

  1. (φαρμακευτική) θήκη με κυλινδρικό, σφαιρικό ή ωοειδές σχήμα) που περιέχει φάρμακο
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει μια ποσότητα από κάποιο υλικό
  3. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει κάποιο αντικείμενο ή οργανισμό για να προστατευθεί από το περιβάλλον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]