κένωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κένωση | οι | κενώσεις |
γενική | της | κένωσης* | των | κενώσεων |
αιτιατική | την | κένωση | τις | κενώσεις |
κλητική | κένωση | κενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κένωση < αρχαία ελληνική κένωσις < κενόω / κενῶ < κενός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κένωση θηλυκό