κέτσουα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα κέτσουα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέτσουα < (άμεσο δάνειο) ισπανική quechua < κέτσουα qhichwa (περιοχή στο Περού) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέτσουα θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • κωδικός γλώσσας: qu

Μεταφράσεις[επεξεργασία]