κίω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kei
Ρήμα[επεξεργασία]
κίω
- (συνήθως για ανθρώπους) προχωρώ, πορεύομαι
- (σπανίως για πλοία) προχωρώ, θαλασσοπορώ