καβάφης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καβάφης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβάφης οι καβάφηδες
      γενική του καβάφη των καβάφηδων
    αιτιατική τον καβάφη τους καβάφηδες
     κλητική καβάφη καβάφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβάφης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قواف (τουρκική kavaf) + -ης < αραβική أَخْفَاف (ḵifaaf), πληθυντικός του خُفّ (khuf, στη σημασία παπούτσι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈva.fis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βά‐φης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβάφης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]