καθαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καθαιρώ, καθαρεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαίρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθαίρω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈθe.ɾo/
τονικό παρώνυμο: καθαιρώ
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θαί‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

καθαίρω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαίρω > καθαρός (θέμα καθαρj-) Δεν σχετίζεται με το ἀείρω / αἴρω ούτε με το αἱρέω / αἱρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. καθαρίζω
     συνώνυμα: καθαρίζω
  2. εξαγνίζω
     συνώνυμα: ἁγνίζω, καθαριόω
     αντώνυμα: μιαίνω, μολύνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]