καθηγέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθηγέομαι < κατά + ἡγέομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

καθηγέομαι, συνηρ.: καθηγοῦμαι, ιωνικό κατηγέομαι

  1. είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω, ηγούμαι, καθοδηγώ
  2. πηγαίνω μπροστά και διδάσκω ένα πράγμα
  3. ξεκινώ να κάνω κάτι
    καθηγοῦμαι τοῦ λόγου
  4. είμαι ο πρώτος που κάνω κάτι, ιδρύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 722