καθημαγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθημαγμένος η καθημαγμένη το καθημαγμένο
      γενική του καθημαγμένου της καθημαγμένης του καθημαγμένου
    αιτιατική τον καθημαγμένο την καθημαγμένη το καθημαγμένο
     κλητική καθημαγμένε καθημαγμένη καθημαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθημαγμένοι οι καθημαγμένες τα καθημαγμένα
      γενική των καθημαγμένων των καθημαγμένων των καθημαγμένων
    αιτιατική τους καθημαγμένους τις καθημαγμένες τα καθημαγμένα
     κλητική καθημαγμένοι καθημαγμένες καθημαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθημαγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθαιμάσσω

Μετοχή[επεξεργασία]

καθημαγμένος, -η, -ο

  1. καταματωμένος, γεμάτος αίματα
     συνώνυμα: αιμόφυρτος
  2. (μεταφορικά) βασανισμένος, εξουθενωμένος
    Η αρχή γίνεται με το εμβληματικό μυθιστόρημα «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937) που διαδραματίζεται στις καθημαγμένες Ηνωμένες Πολιτείες του Μεσοπολέμου, την περίοδο του μεγάλου κραχ και της οικονομικής ύφεσης. (Εφημερίδα Το Βήμα, 20/3/2013)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]