καθιερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθιερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθιερώνω, καθιερώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καθιερωμένος, -η, -ο
- που έχει καθιερωθεί, που είναι συνήθεια να γίνεται σε, συνήθως, επίσημες περιστάσεις
- ο καθιερωμένος εορτασμός της 25ης Μαρτίου
- η καθιερωμένη τελετή
- ακολούθησαν το καθιερωμένο τυπικό