καθοσίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθοσίωση | οι | καθοσιώσεις |
γενική | της | καθοσίωσης* | των | καθοσιώσεων |
αιτιατική | την | καθοσίωση | τις | καθοσιώσεις |
κλητική | καθοσίωση | καθοσιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθοσιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθοσίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθοσίωσις < (κατά) καθ- + αρχαία ελληνική ὅσιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθοσίωση θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθοσίωση
|
έγκλημα καθοσιώσεως
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καθ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)