καθρέπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθρέπτης < → δείτε τη λέξη καθρέφτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καθρέπτης αρσενικό

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]