καθόλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθόλου < μεσαιωνική ελληνική καθόλου < καθ' ὅλου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈθo.lu/

Επίρρημα[επεξεργασία]

καθόλου

  1. (ποσοτικό, μαζί με αρνητικό μόριο) σε μηδενικό βαθμό, σε μηδενική ποσότητα
  2. (λόγιο, ως επίθετο) καθολικός, συνολικός
    συγχέεται η περίπτωση συγκεκριμένων κληρικών με το σώμα της καθόλου Εκκλησίας (από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 20 Φεβρουαρίου 2005)
  3. τα καθόλου: ...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]