καιροσκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καιροσκοπώ < (ελληνιστική κοινήκαιροσκοπέω / καιροσκοπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

καιροσκοπώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]