καιροσκόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καιροσκόπος οι καιροσκόποι
      γενική του/της καιροσκόπου των καιροσκόπων
    αιτιατική τον/την καιροσκόπο τους/τις καιροσκόπους
     κλητική καιροσκόπε καιροσκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καιροσκόπος < (ελληνιστική κοινήκαιροσκόπος < αρχαία ελληνική καιρός + -σκόπος (σκοπέω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ce.ɾoˈsko.pos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καιροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]