καισαροπαπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καισαροπαπισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καισαροπαπισμός αρσενικό
- η συνένωση στο ίδιο πρόσωπο της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας
- (ειδικότερα) το πολιτειακό σύστημα κατά το οποίο η εκκλησία είναι υποταγμένη στην πολιτική εξουσία σε αντίθεση με τον παποκαισαρισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καισαροπαπισμός