κακάο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Δύο ποικιλίες κακάου.
Κακάο σε φάρμα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακάο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cacao < γαλλική cacao < ισπανική cacao < νάουατλ cacahuatl ‎(κόκκος κακάου)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈka.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κά‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακάο ουδέτερο άκλιτο (σπάνια γενική ενικού: κακάου)

  1. (γαστρονομία) η σκόνη που παίρνουμε με κατάλληλη επεξεργασία από τους σπόρους του κακαόδεντρου
    ※  Καθώς μειώνεται η παραγωγή κακάου, σε 20 χρόνια η σοκολάτα μπορεί να κοστίζει πάνω από 2.000 ευρώ το κιλό (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. (ποτό) το ρόφημα που φτιάχνουμε με βασικό συστατικό την παραπάνω σκόνη
  3. (κατ’ επέκταση, φυτό) το κακαόδεντρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]