κακούργος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κακοῦργος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κακούργος οι κακούργοι
      γενική του κακούργου των κακούργων
    αιτιατική τον κακούργο τους κακούργους
     κλητική κακούργε κακούργοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακούργος < αρχαία ελληνική κακοῦργος < κακός + ἔργον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈkuɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κούρ‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακούργος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]