κακόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόφωνος η κακόφωνη το κακόφωνο
      γενική του κακόφωνου της κακόφωνης του κακόφωνου
    αιτιατική τον κακόφωνο την κακόφωνη το κακόφωνο
     κλητική κακόφωνε κακόφωνη κακόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόφωνοι οι κακόφωνες τα κακόφωνα
      γενική των κακόφωνων των κακόφωνων των κακόφωνων
    αιτιατική τους κακόφωνους τις κακόφωνες τα κακόφωνα
     κλητική κακόφωνοι κακόφωνες κακόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακόφωνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακόφωνος < κακό- + -φωνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈko.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κό‐φων‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

κακόφωνος, -η, -ο

  1. (για φωνή, σε τραγούδι ή σε ομιλία) που έχει άσχημη, δυσάρεστη φωνή
    Δεν ήταν πολύ φάλτσος, αλλά ήταν κακόφωνος. Τι γαϊδουροφωνάρα!
     αντώνυμα: καλλίφωνος (για τραγούδι)
  2. (μουσική, για αρμονίες ή διαστήματα) συνώνυμο του κακόηχος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κακός και φωνή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κακόφωνος τὸ κακόφωνον
      γενική τοῦ/τῆς κακοφώνου τοῦ κακοφώνου
      δοτική τῷ/τῇ κακοφών τῷ κακοφών
    αιτιατική τὸν/τὴν κακόφωνον τὸ κακόφωνον
     κλητική ! κακόφωνε κακόφωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κακόφωνοι τὰ κακόφων
      γενική τῶν κακοφώνων τῶν κακοφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς κακοφώνοις τοῖς κακοφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κακοφώνους τὰ κακόφων
     κλητική ! κακόφωνοι κακόφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κακοφώνω τὼ κακοφώνω
      γεν-δοτ τοῖν κακοφώνοιν τοῖν κακοφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακόφωνος (ελληνιστική κοινή) < κακό- + -φωνος

Επίθετο[επεξεργασία]

κακόφωνος, -ος, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κακός και φωνή

Πηγές[επεξεργασία]