καλίκωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλίκωση οι καλικώσεις
      γενική της καλίκωσης των καλικώσεων
    αιτιατική την καλίκωση τις καλικώσεις
     κλητική καλίκωση καλικώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλίκωση < καλικώνω (βάζω παπούτσια) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλίκωση θηλυκό

  • (κρητικά) υπόδηση, παπούτσια
    ※  Εγώ θέλω να φορώ καλίκωση κάθε μέρα και να πηγαίνω και στην εκκλησία την Κυριακή καλικωμένη, επέμενε το Ρηνιώ, αδιάφορο για τις δυσκολίες της μάνας της να της εξασφαλίσει καινούρια ξυλοφελουκάκια, που φορούσαν τότε-όσα φορούσαν-τα μικρά παιδιά. (Ειρήνης Ταχατάκη, Πουλιέται, προδημοσίευση, Αγγελοπατημασιές στον Πάσπαρο, εφημερίδα Πατρίς, 03/01/2006, [1])