καλίμπρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλίμπρα οι καλίμπρες
      γενική της καλίμπρας των καλιμπρών
    αιτιατική την καλίμπρα τις καλίμπρες
     κλητική καλίμπρα καλίμπρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλίμπρα < γαλλική calibre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλίμπρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]