καλαμάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καλαμάκι

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμάκι τα καλαμάκια
      γενική
    αιτιατική το καλαμάκι τα καλαμάκια
     κλητική καλαμάκι καλαμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαμάκι < καλάμι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική καλάμι(ν) < (ελληνιστική κοινήκαλάμιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κάλαμος
Πλαστικά καλαμάκια.

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.laˈma.ci/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐μά‐κι

Ουσιαστικό

καλαμάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του καλάμι, μικρό καλάμι
  2. (συνήθως πλαστικός) σωλήνας που χρησιμοποιείται για να ρουφήξουμε υγρό σε μικρές ποσότητες
  3. (ιδιωματισμός) ξύλινο λεπτό στέλεχος, μέσα από το οποίο περνιούνται μικρά κομμάτια κρέας για να ψηθούν
     συνώνυμα: σουβλάκι
  4. (ιδιωματισμός, κατ’ επέκταση, γαστρονομία) το σουβλάκι που αποτελείται μόνο από κομμάτια κρέατος ψημένου
    ένα καλαμάκι με ψωμί
    μία πίτα καλαμάκι και μία με γύρο χωρίς τζατζίκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις