καλαμπούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμπούρι τα καλαμπούρια
      γενική του καλαμπουριού των καλαμπουριών
    αιτιατική το καλαμπούρι τα καλαμπούρια
     κλητική καλαμπούρι καλαμπούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαμπούρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική calembour +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.laˈbu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐μπού‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλαμπούρι ουδέτερο

  • αστείο με λογοπαίγνιο που βασίζεται στη διαφορά έννοιας μεταξύ λέξεων που έχουν παρόμοια ή παραπλήσια προφορά
    Όλο καλαμπούρια κάνει.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]