καλλιτέχνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλιτέχνημα < καλλιτέχνης + -ημα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.liˈte.xni.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλιτέχνημα ουδέτερο
- το δημιούργημα ενός καλλιτέχνη
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί με καλλιτεχνική διάθεση και καλαισθησία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καλλιτέχνης, κάλλος, καλός και τέχνη