καλντέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλδέρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλντέρα οι καλντέρες
      γενική της καλντέρας των καλντερών
    αιτιατική την καλντέρα τις καλντέρες
     κλητική καλντέρα καλντέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η καλντέρα της Σαντορίνης
η καλντέρα του Πινατούμπο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλντέρα < (λόγιο δάνειο) αγγλική caldera < ισπανική caldera.[1] Συγκρίνετε με το καλδέρα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kalˈde.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐ντέ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλντέρα θηλυκό

  • (γεωλογία) εδαφική κοιλότητα που σχηματίζεται, όταν υποχωρεί το τμήμα ενός ηφαιστειακού κώνου ή όταν διαβρώνονται βαθμιαία τα εσωτερικά τοιχώματά του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]