καλολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλολογικός η καλολογική το καλολογικό
      γενική του καλολογικού της καλολογικής του καλολογικού
    αιτιατική τον καλολογικό την καλολογική το καλολογικό
     κλητική καλολογικέ καλολογική καλολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλολογικοί οι καλολογικές τα καλολογικά
      γενική των καλολογικών των καλολογικών των καλολογικών
    αιτιατική τους καλολογικούς τις καλολογικές τα καλολογικά
     κλητική καλολογικοί καλολογικές καλολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλολογικός < καλολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καλολογικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]