καλορί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλορί ουδέτερο άκλιτο
- η θερμίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλορί
→ δείτε τη λέξη θερμίδα |