καμένη γη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
καμένη γη
- χέρσα πυρόπληκτη περιοχή
- (πολιτική), (οικονομία) (μεταφορικά): υπερχρεωμένη οικονομία, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα
- παραλάβαμε καμένη γη
- ≈ συνώνυμα:: άδεια ταμεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμένη γη
|