καμπανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπανίζω < μεσαιωνική ελληνική καμπανίζω < καμπάνα < υστερολατινική campana < λατινική Campana, θηλυκό του Campanus < Campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kam.baˈni.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

καμπανίζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]