καμπινές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμπινές οι καμπινέδες
      γενική του καμπινέ των καμπινέδων
    αιτιατική τον καμπινέ τους καμπινέδες
     κλητική καμπινέ καμπινέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπινές < (λόγιο δάνειο) γαλλική cabinet + για προσαρμογή στην κλίση [1] < cabine < αγγλική cabin < μεσαιωνική λατινική capanna / cabanna

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμπινές αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]