καναπεδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καναπεδάκι τα καναπεδάκια
      γενική
    αιτιατική το καναπεδάκι τα καναπεδάκια
     κλητική καναπεδάκι καναπεδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δίσκος με καναπεδάκια.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καναπεδάκι < (καναπές), καναπεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ένα κίτρινο καναπεδάκι δύο θέσεων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καναπεδάκι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) ορεκτικό που αποτελείται από άγλυκο μπισκοτάκι ή άλλο μικρού μεγέθους αρτοσκεύασμα και είναι γαρνιρισμένο, στο επάνω μέρος, με κάποιο φαγώσιμο
  2. (σπανιότερα, κυριολεκτικά) υποκοριστικό του καναπές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καναπές